Tο κυριότερο εμπόδιο (με εξαίρεση την υψηλή φορολόγηση) για περισσότερες από 4 στις 10 επιχειρήσεις (43,3%) θεωρείται η έλλειψη ρευστότητας και πρόσβασης σε χρηματοδότηση.
Όπως αναφέρει η έκθεση τουΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το 2019. Το μεγάλο πλήγμα που δέχθηκαν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις φαίνεται από τη μεγάλη μείωση του αριθμού των επιχειρήσεων που λειτουργούν στη χώρα μας: Το χρονικό διάστημα 2008-2016 ο συνολικός αριθμός των επιχειρήσεων μειώθηκε κατά 9,4%.
Ωστόσο στους πέντε κλάδους όπου κατά βάση δραστηριοποιούνται οι ΜμΕ ( μεταποίηση - χονδρικό και λιανικό εμπόριο, επισκευή μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσυκλετών- δραστηριότητες υπηρεσιών παροχής καταλύματος και υπηρεσιών εστίαση -διαχείριση ακίνητης περιουσίας - κατασκευές) η μείωση ήταν σχεδόν τριπλάσια της γενικής και έφτασε το 28,36% από 664.051 επιχειρήσεις σε 461.357.
Η μείωση των επιχειρήσεων είχε σαφές αντίκτυπο στην απασχόληση η οποία μειώθηκε κατά 17% στη δεκαετία, με τον τομέα της μεταποίησης να υφίσταται τη μεγαλύτερη συρρίκνωση. Όσον αφορά στη θέση στο επάγγελμα ως κυρίαρχη τάση αναδεικνύεται η μείωση των εργοδοτών με προσωπικό και η αύξηση των μισθωτών και των αυτοαπασχολουμένων.
Οι μικρομεσαίοι δυσκολεύονται να ακολουθήσουν την ανάκαμψη.
Σχεδόν τα δύο τρίτα (67,47%) της συνολικής δημοσιονομικής προσαρμογής της δεκαετίας 2010–2019 ύψους 173,6 δισ. ευρώ προήλθε από το σκέλος των φορολογικών εσόδων.
Έτσι, δημιουργήθηκε οξύτατο πρόβλημα επιβίωσης και ανταγωνιστικότητας για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Μάλιστα, όπως αναφέρει η έκθεση οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δέχθηκαν το μεγαλύτερο πλήγμα από την ύφεση δεν δέχονται με τον ίδιο τρόπο και τα θετικά της ανάκαμψης.
Ένας βασικός λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό είναι η περιορισμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση. Στην έρευνα αποτυπώνεται ότι το κυριότερο εμπόδιο (με εξαίρεση την υψηλή φορολόγηση) για περισσότερες από 4 στις 10 επιχειρήσεις (43,3%) θεωρείται η έλλειψη ρευστότητας και πρόσβασης σε χρηματοδότηση.
Το πρόβλημα χρηματοδότησης έχει επισημανθεί και από τις έρευνες οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, όπου στην τελευταία έρευνα (Φεβρουάριος 2019) αποτυπώνεται ότι μόλις το 3,6% των επιχειρήσεων έχει λάβει κάποιου είδους χρηματοδότηση από τις τράπεζες το τελευταίο έτος, ενώ οι 9 στις 10 ΜμΕ δεν απευθύνονται καν στις τράπεζες για χρηματοδότηση.
«Έχει ήδη επισημανθεί ότι το ζήτημα της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και ιδιαίτερα των μικρών και πολύ μικρών από τον τραπεζικό τομέα έχει αρχίσει να λαμβάνει χαρακτηριστικά διαρθρωτικού προβλήματος», αναφέρεται στην έρευνα.
Επίσης, ενδιαφέρον είναι το εύρημα ότι τα επίπεδα των επιτοκίων χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις είναι από τα υψηλότερα της ευρωζώνης, γεγονός που καταδεικνύει την αρνητική επίπτωση του υψηλού κόστους χρήματος στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Για το ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ στην Ελλάδα έχει «πλέον διαμορφωθεί ένα στρεβλό χρηματοπιστωτικό σύστημα, με τέσσερις συστημικές τράπεζες να ελέγχουν την συντριπτική πλειοψηφία των ροών κεφαλαίου στην οικονομία».
«Είναι, επομένως, επιτακτική η ανάγκη διεύρυνσης των χρηματοοικονομικών υποδομών της χώρας, προκειμένου να έρθουμε πιο κοντά στον πολυπόθητο στόχο μιας υγιούς, μακροπρόθεσμης, σταθερής, βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης», σημειώνει ακόμη η μελέτη.
Στην καινοτομία στρέφονται οι επιχειρήσεις
Στην έκθεση περιλαμβάνεται παρουσίαση έρευνας γνώμης, που διεξήχθη με ευθύνη του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ σε συνεργασία με τη MARC σε αντιπροσωπευτικό δείγμα μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.
Τα ευρήματα αναφέρονται κυρίως σε διαρθρωτικά ζητήματα, όπως η ανάλυση του λειτουργικού κόστους, η ιεράρχηση των εμποδίων που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις, ο βαθμός εξωστρέφειας, τα δίκτυα συνεργασίας και η ενσωμάτωση «μικρο-καινοτομιών».
Όπως προκύπτει από την ανάλυση των στοιχείων:
• 4 στις 10 επιχειρήσεις (38,8%) έχουν αναπτύξει την τελευταία τριετία κάποιου είδους καινοτομία για νέο προϊόν ή υπηρεσία ή/και την οργάνωση της επιχείρησης ή/και την εξωστρέφεια.
• 2 στις 10 επιχειρήσεις (19,5%) έχουν αναπτύξει κάποιου είδους συνεργασία με άλλες επιχειρήσεις για κοινές προμήθειες προϊόντων/υπηρεσιών, ή/και για κοινή προώθηση, μάρκετινγκ ή/και για κοινή αποθήκη.
1 στις 6 επιχειρήσεις (16,7%) εξάγει κάποιο ποσοστό των προϊόντων ή υπηρεσιών σε άλλες χώρες.