Μαζί με την άνοδο των τιμών του πετρελαίου, που συνεχίζεται εν μέσω της αυξανόμενης ζήτησης και τη συρρικνωμένης προσφοράς οδηγώντας τις τιμές όλων των καυσίμων στα ύψη, εκτινάσσονται και οι τιμές των μετοχών ενέργειας -καταγράφοντας σε ορισμένες περιπτώσεις τριψήφιες αποδόσεις- αυξάνοντας παράλληλα τις περιουσίες αρκετών μεγιστάνων των ΗΠΑ.
Πιο συγκεκριμένα, με την παγκόσμια παραγωγή να είναι "σφιχτή” και τη μέχρι πρότινος εγκλωβισμένη ζήτηση να αυξάνεται σημαντικά, καθώς οι οικονομίες ανακάμπτουν από την κρίση του κορονοϊού, οι τιμές του πετρελαίου παραμένουν κοντά στα υψηλά επτά ετών, πέριξ των 85 δολαρίων το βαρέλι, με το κόστος του αμερικανικού αργού να έχει αυξηθεί κατά περίπου 70% μέχρι στιγμής φέτος.
Η άνοδος των τιμών του πετρελαίου οφείλεται στην παγκόσμια ενεργειακή κρίση, η οποία έχει οδηγήσει υψηλότερα τις τιμές όλων των καυσίμων: Η βενζίνη έχει ανέλθει στις ΗΠΑ στο υψηλότερο επίπεδο από το 2014, η τιμή του φυσικού αερίου έχει υπερδιπλασιαστεί το τρέχον έτος, ενώ ακόμη και ο λιγνίτης έχει εκτοξευθεί - με χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία να αυξάνουν την παραγωγή τους με τον ταχύτερο δυνατό ρυθμό.
Νωρίτερα την προηγούμενη εβδομάδα, το SPDR Oil & Gas Exploration & Production Fund, το οποίο είναι συνδεδεμένο με τον ενεργειακό τομέα, σκαρφάλωσε στο υηλότερο επίπεδό του από το 2019, γράφοντας κέρδη άνω του 80% μέχρι στιγμής το 2021.
Εν μέσω αυτού του εντυπωσιακού ράλι, οι μετοχές των εταιρειών πετρελαίου έχουν εκτιναχθεί στα ύψη το τρέχον έτος, με τις περισσότερες εξ αυτών να σημειώνουν διψήφιες αποδόσεις, όπως η Chevron (έχει ενισχυθεί κατά 33%), η Exxon Mobil (+55%), η Hess (+58%), η ConocoPhillips (+89%), η Occidental Petroleum (+92%) και η Diamondback Energy (+122%).
Αρκετοί μεγιστάνες του πετρελαϊκού κλάδου των ΗΠΑ είχαν επίσης τις περιουσίες τους να αυξάνονται: ο πρωτοπόρος στον χώρο του σχιστολιθικού αερίου Harold Hamm, η εταιρεία του οποίου Continental Resources είναι μία από τις μεγαλύτερες ανεξάρτητες εταιρείες πετρελαίου της χώρας, είδε την περιουσία του να αυξάνεται στα 15,8 δισ. δολάρια -από 9,4 δισ. δολάρια που ήταν μόλις πριν από έξι μήνες, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Forbes.
Επίσης, ο George Kaiser, ο οποίος ηγείται της εταιρείας Kaiser-Francis Oil Co., έχει πλέον περιουσία που αγγίζει τα 10,5 δισ. δολάρια από 5,8 δισ. δολάρια που ήταν πριν από έξι μήνες, σύμφωνα πάντα με το Forbes, ενώ ο Jeffrey Hildebrand της Hilcorp (της μεγαλύτερης ιδιωτικής εταιρείας πετρελαίου των ΗΠΑ από άποψη όγκου παραγωγής) είδε την περιουσία του να τριπλασιάζεται και να ξεπερνά τα 6 δισ. δολάρια.
Ισχυρό ριμπάουντ
Η εικόνα της αγοράς πετρελαίου έχει αλλάξει άρδην σε σύγκριση με πέρυσι, όταν οι τιμές του αργού υποχώρησαν πρόσκαιρα υπό του μηδενός τον Απρίλιο του 2020, όταν η ζήτηση σημείωσε κατακόρυφη πτώση και οι εταιρείες ξέμειναν από χώρους αποθήκευσης καυσίμων που έμεναν στα αζήτητα.
Καθώς, όμως, οι χώρες συνεχίζουν να ανακάμπτουν από την οικονομική ύφεση που προκάλεσε η πανδημία του κορονοϊού, η ζήτηση για πετρέλαιο αυξήθηκε με ταχύτερο ρυθμό από αυτόν με τον οποίο μπορούσαν να αυξήσουν την παραγωγή τους οι πετρελαϊκές εταιρείας. Την κατάσταση επιδεινώνουν οι ελλείψεις σε λιγνίτη και φυσικό αέριο, στέλνοντας ακόμη υψηλότερα τις τιμές του πετρελαίου.
Οι τιμές του πετρελαίου, μάλιστα, θα μπορούσαν να συνεχίσουν την ανοδική πορεία τους. Αφότου ο OPEC επέλεξε να μην αυξήσει ταχύτερα την παραγωγή του, νωρίτερα τον Οκτώβριο, οι αναλυτές της Bank of America προέβλεψαν ότι οι τιμές του αργού θα μπορούσαν να ξεπεράσουν τα 100 δολάρια το βαρέλι. Οι δε αναλυτές της Goldman Sachs εκτίμησαν πρόσφατα ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου έχει ανακάμψει σχεδόν πλήρως από την κατάρρευση του προηγούμενου έτους και θα μπορούσε "σύντομα” να αγγίξει το προ πανδημίας υψηλό. Η επενδυτική τράπεζα εκτιμά, μάλιστα, ότι η μέση τιμή του πετρελαίου θα μπορούσε να παραμείνει στα 85 δολάρια το βαρέλι τουλάχιστον για μερικά χρόνια ακόμη.
Οι προοπτικές
Εξετάζοντας, ωστόσο, τις μελλοντικές προοπτικές της αγοράς είναι σαφές ότι οι παγκόσμιες προσπάθειες αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής φαίνεται να δημιουργούν μια ουσιαστική μακροπρόθεσμη αναντιστοιχία μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης πετρελαίου.
Με τις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες, δε, να βρίσκονται συνεχώς στο στόχαστρο, η πετρελαϊκή βιομηχανία προσπαθεί να συρρικνώσει την παραγωγή πετρελαίου και να επενδύσει αντ’ αυτής στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας - παρά το κόστος που επιφέρουν τα χαμηλότερα περιθώρια κέρδους.
Ωστόσο, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας διαπίστωσε πρόσφατα, σε έκθεσή του, ότι για να μπορέσουν χώρες όπως οι ΗΠΑ να μειώσουν τις εκπομπές ρύπων τους έως το 2050, η χρήση του πετρελαίου πρέπει να κορυφωθεί έως το 2025. Το πρόβλημα είναι ότι με βάση τις τρέχουσες επενδύσεις, η παραγωγή πράσινης ενέργειας δεν θα είναι σε θέση να αντικαταστήσει την κατανάλωση πετρελαίου τουλάχιστον πριν από το 2035.
(του Σεργκέι Κλεμπνίκωφ, Forbes, capital.gr)