Μπορεί η ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας να φροντίζει με κάθε τρόπο να σημειώνει πως η απολιγνιτοποίηση θα είναι εμπροσθοβαρής, ωστόσο τα στοιχεία του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) δείχνουν ότι το λουκέτο στις περισσότερες λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ μάλλον θα μπει από το 2025.
Μόλις το περασμένο Σάββατο με συνέντευξη του στα ΝΕΑ ο υφυπουργός ΠΕΝ Γεράσιμος Θωμάς δήλωνε ότι «η απολιγνιτοποίηση θα είναι εμπροσθοβαρής, δηλαδή η πλειοψηφία των μονάδων θα κλείσει έως το 2023». Ωστόσο στο κείμενο του ΕΣΕΚ που δόθηκε χθες σε δημόσια διαβούλευση και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο που αφορά την εξέλιξη της ηλεκτροπαραγωγής, προκύπτει ότι μέχρι και το 2022 θα έχουν βγει εκτός λιγνιτικές μονάδες συνολικής ισχύος μόλις 1.000 MW. Δηλαδή ούτε καλά, καλά αυτές που είναι «παράνομες» ως προς τις εκπομπές ρύπων και είχαν εξαίρεση για τη συνέχιση της λειτουργίας τους. Πρόκειται για τις μονάδες του Αμυνταίου και της Καρδιάς.
Πιο συγκεκριμένα και σύμφωνα με τα στοιχεία που είναι δημοσιοποιημένα στο ΕΣΕΚ το 2020 η εγκατεστημένη λιγνιτική ισχύς των λιγνιτικών της ΔΕH θα είναι στα 3,9 GW (Γιγαβάτ) το 2022 υποχωρεί ελαφρά στα 2,9 και το 2025 (επόμενη στήλη του δημοσιευμένου πίνακα) πέφτει στα 700 MW (Μεγαβάτ). Παραμένει σε αυτά τα επίπεδα έως το 2027 μέχρι που το 2030 είναι μηδενική.
Ο υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας κατά τη διάρκεια της χθεσινής συνέντευξης Τύπου όταν κλήθηκε να δώσει λεπτομέρειες για το χρονοδιάγραμμα και το ποιες μονάδες θα κλείσουν απέφυγε να απαντήσει παραπέμποντας στο επιχειρησιακό σχέδιο της ΔΕΗ που θα ανακοινωθεί στα μέσα του Δεκεμβρίου, αλλά και στις μελέτες επάρκειας ισχύος που είναι σε εξέλιξη από τον ΑΔΜΗΕ.
Έκρηξη της ηλεκτροπαραγωγής
Από τα εντυπωσιακά στοιχεία του ΕΣΕΚ είναι κι αυτό που προβλέπει την εξέλιξη της ηλεκτροπαραγωγής. Συγκεκριμένα, το έτος 2030 η συνολική εγκατεστημένη ισχύς για ηλεκτροπαραγωγή ανέρχεται στα 26 GW, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 38% σε σχέση με το έτος 2017, κυρίως λόγω της μεγάλης διείσδυσης σταθμών μεταβλητών ΑΠΕ, οι οποίες έχουν χαμηλότερο συντελεστή χρησιμοποίησης σε σχέση με τις συμβατικές θερμικές μονάδες.
Όπως σημειώνεται στο κείμενο του ΕΣΕΚ, για το έτος 2030 δεν λαμβάνεται υπόψη εγκατεστημένη ισχύς των λιγνιτικών σταθμών προς ηλεκτροπαραγωγή, καθώς το τελευταίο έτος με λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή είναι το έτος 2028, ενώ η εγκατεστημένη ισχύς των πετρελαϊκών μονάδων αναμένεται να παρουσιάσει μείωση κατά 85% το έτος 2030 σε σχέση με το έτος 2017, φτάνοντας τα 0,3 GW. Συνολικά η εγκατεστημένη ισχύς των ΑΠΕ αυξάνεται λίγο λιγότερο από 9 GW μέχρι το έτος 2030, σε σχέση με το έτος 2020, με περισσότερο από το 90% αυτής της αύξησης να αφορά αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα.
Το μερίδιο των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή το έτος 2030, σύμφωνα με το κείμενο του ΕΣΕΚ, αναμένεται να ανέλθει ως μερίδιο συμμετοχής σχεδόν στο 66%, από το 32,6% για το έτος 2020, κάτι που οφείλεται αφενός στην αναμενόμενη περαιτέρω μείωση του κόστους των τεχνολογιών ΑΠΕ για ηλεκτροπαραγωγή, ιδιαίτερα φωτοβολταϊκών και αιολικών σταθμών, αφετέρου στην απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων, την παραγωγή των οποίων καλούνται να αντικαταστήσουν. Η αναμενόμενη αύξηση του κόστους παραγωγής των υπολοίπων συμβατικών μονάδων, λόγω της αύξησης του κόστους κτήσης δικαιωμάτων εκπομπών, καθιστά τις ΑΠΕ ιδιαίτερα ανταγωνιστικές ως προς τις συμβατικές μονάδες για την περίοδο μετά το έτος 2020.
Ο ρόλος των μονάδων φυσικού αερίου
Σημαντικός είναι ο ρόλος των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο το φυσικό αέριο. Σύμφωνα με το ΕΣΕΚ το μερίδιο τους διατηρείται στο 30% έως το 2030 αν και σε σχέση με το 2020 θα υποχωρήσει κατά 20%.
Γενικά, όπως σημειώνεται στο κείμενο, η εκτίμηση είναι ότι κατά την περίοδο 2020-2025 η ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο θα εμφανίσει τις υψηλότερες απόλυτες τιμές ηλεκτροπαραγωγής και αντίστοιχα μερίδια συμμετοχής στο σύνολο της εγχώριας ηλεκτροπαραγωγής. Η διατήρηση του μεριδίου του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή σε σχετικά σημαντικά μερίδια μέχρι και το έτος 2030 (>30%) οφείλεται και στον ενισχυμένο του ρόλο ως τεχνολογία κατανεμόμενης παραγωγής, μετά την ολική απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής.
Ο χρησμός…
Από έναν ακόμη πίνακα που δόθηκε στη δημοσιότητα προκύπτει πως οι επενδύσεις σε μονάδες ρεύματος με φυσικό αέριο θα είναι της τάξης του 1,3 δισ. ευρώ μέχρι το 2030.
Σε ερώτηση που ετέθη για το αν σε αυτές, πέραν των ιδιωτών παραγωγών, συμπεριλαμβάνεται και το ενδεχόμενο κατασκευής νέας μονάδας φυσικού αερίου από τη ΔΕH, ο κ. Θωμάς απέφυγε να απαντήσει ευθέως σχολιάζοντας μετά από ερώτηση που του ετέθη: «Και η ΔΕΗ μετά το νόμο που ψηφίσαμε λειτουργεί πια με χαρακτηριστικά ιδιωτικής εταιρίεας…»
Πάντως σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΣΕΚ φαίνεται ότι έως το 2030 θα χωρέσουν δύο νέες μονάδες ρεύματος φυσικού αερίου. Όπως προκύπτει από σχετικό πίνακα η ηλεκτροπαραγωγή με το συγκεκριμένο καύσιμο από 5,2 GW (εγκατεστημένη ισχύς) το 2020 ανεβαίνει στα 6 GW το 2022 κι έπειτα στα 6,9 GW το 2025 για να ανέβει μόλις στα 7 GW το 2030.
Οι ΑΠΕ και η αποθήκευση
Αναλυτικά για τη συνεισφορά των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή, οι ΑΠΕ (αιολικοί και φωτοβολταϊκοί σταθμοί) για το έτος 2020 εκτιμάται ότι αυξάνονται στα επίπεδα του 6,5 GW, ενώ για το έτος 2030 στα 14,7 GW.
Ουσιαστικά, σύμφωνα με το ΕΣΕΚ, αποτυπώνεται η εκτίμηση ότι θα πρέπει να εγκαθίστανται κατά μέσο όρο ετησίως περίπου 800 MW σωρευτικής νέας ισχύος από αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα.
Η εγκατεστημένη ισχύς των υδροηλεκτρικών (Υ/Η) σταθμών αυξάνεται κατά περίπου 350 MW σε σχέση με το έτος 2017, λόγω νέων μικρών υδροηλεκτρικών έργων και της λειτουργίας ώριμων κατασκευαστικά μεγάλων υδροηλεκτρικών, της βιοενέργειας αντίστοιχα πάνω από 220 MW σε σχέση με το 2017, ενώ μικρή διείσδυση εκτιμάται ότι θα παρουσιάσουν και οι ηλιοθερμικοί σταθμοί και η εκμετάλλευση της γεωθερμίας για ηλεκτροπαραγωγή.
Το Σχέδιο αναφέρεται και στη σημασία της αποθήκευσης ενέργειας με τη μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ. «Προκειμένου να επιτευχθούν τόσο υψηλά επίπεδα διείσδυσης μεταβλητών ΑΠΕ με βέλτιστο οικονομικά τρόπο (επαρκώς χαμηλές περικοπές της παραγωγής τους), προκύπτουν ανάγκες σε αποθήκευση ενέργειας (αντλησιοταμίευση, μπαταρίες, μετατροπή σε αέριο, κ.α.).»
Με βάση προηγούμενες μελέτες κόστους παραγωγής του ηπειρωτικού συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας έχει θεωρηθεί ότι εντάσσονται μετά το έτος 2025 νέα συστήματα αποθήκευσης (επιπλέον των υφιστάμενων ΥΗΣ Σφηκιάς και Θησαυρού που έχουν δυνατότητα άντλησης), το κόστος των οποίων εκτιμάται σε περίπου 0,5 δισ. ευρώ.
Η ενέργεια που διακινείται συνολικά σε συστήματα αποθήκευσης για το έτος 2030 υπολογίζεται ότι μπορεί να ανέλθει μέχρι και σε 2,2 TWh. Ειδικά για τις ανάγκες αποθήκευσης, έχει προβλεφθεί ότι εντάσσονται και συστήματα αποθήκευσης μέχρι το έτος 2030 όπως μικρά αποκεντρωμένα συστήματα αποθήκευσης (μπαταρίες) είτε αυτόνομα είτε σωρευτικά.
Αξίζει να σημειωθεί , σύμφωνα με το ΕΣΕΚ, ότι μέχρι το έτος 2030 αναμένεται να λειτουργήσουν και τα πρώτα συστήματα ηλεκτρόλυσης, επιτρέποντας τη σύζευξη του τομέα ηλεκτροπαραγωγής με τον τομέα παραγωγής υδρογόνου, με σκοπό την αποθήκευση ενέργειας
(euro2day.gr)