Στο 30% των νέων ταξινομήσεων επιβατικών αυτοκινήτων το 2030 θα ανέρχονται τα ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα στην Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση ότι θα παρασχεθούν στους οδηγούς ισχυρά κίνητρα, όπως επιδότηση στην τιμή αγοράς, και φοροαπαλλαγές για μείωση του κόστους ταξινόμησης και χρήσης.
Το στοίχημα είναι μεγάλο, καθώς πέρυσι πουλήθηκαν στην Ελλάδα μόλις 315 ηλεκτροκίνητα οχήματα. Σύμφωνα ωστόσο με το φιλόδοξο σχέδιο του ΕΣΕΚ, οι πωλήσεις προβλέπεται να ανέλθουν το 2020 σε πάνω από 1.200, να αυξηθούν το 2022 σε περίπου 7.500, να εκτιναχθούν το 2025 σε 24.000, να διπλασιαστούν το 2027 σε 40.000, να φτάσουν το 2029 τα 66.000, για να ξεπεράσουν το 2030 τα 82.000. Είναι προφανές ότι για να κερδηθεί ένα τόσο φιλόδοξο στοίχημα, χρειάζεται να εκπονηθεί, όπως αναφέρει και το σχέδιο, ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα γενναίων κινήτρων καταρχήν οικονομικού χαρακτήρα. Δηλαδή επιδότηση στην τιμή αγοράς, μείωση κόστους ταξινόμησης και χρήσης μέσω φορολογικών απαλλαγών, ειδική τιμολογιακή πολιτική στα προγράμματα ασφάλισης, μειωμένα διόδια, έκπτωση στην ακτοπλοΐα για το ηλεκτρικό όχημα, κ.ά.
Τα παραπάνω θα πρέπει να συνοδευθούν από κίνητρα χρήσης, όπως η ελεύθερη είσοδος και η καθημερινή κυκλοφορία εντός των μεγάλων αστικών κέντρων, η ελεύθερη στάθμευση στους Δήμους όπου εφαρμόζεται ελεγχόμενη στάθμευση, η υποστήριξη δημιουργίας δικτύων παροχής ενέργειας για την επαναφόρτιση των οχημάτων, κ.ό.κ. Επισημαίνεται, ότι η μέση οικονομική δυνατότητα της αγοράς ανέρχεται στα 15.000-25.000 ευρώ ανά πώληση οχήματος. Τα κίνητρα, τα οποία δεν έχουν ακόμη "κλειδώσει", θα διαφοροποιούνται ανάλογα με το αν παρέχονται για ιδιωτικά οχήματα, ΤΑΧΙ ή κρατικά οχήματα.
Στόχος είναι να αντικατασταθούν παλαιότερα οχήματα με νέα “καθαρά”, υβριδικά και αμιγώς ηλεκτροκίνητα. Και να αυξηθεί το μερίδιο που έχουν στην ελληνική αγορά τα ηλεκτροκίνητα, από μόλις 0,3% σήμερα, σε 6,6% επί των ταξινομήσεων εντός της προσεχούς 5ετίας (2020-2024).
Σημειωτέον ότι στο φορολογικό νομοσχέδιο, προβλέπεται ήδη μια πρώτη δέσμη μέτρων για την προώθηση της χρήσης επιβατικών ηλεκτρικών οχημάτων και μέσων μαζικής μεταφοράς μηδενικών ή χαμηλών ρύπων. Συγκεκριμένα, δίνονται κίνητρα στις επιχειρήσεις προκειμένου να επιλέγουν την αγορά ή μίσθωση αυτοκινήτων αντιρρυπαντικής τεχνολογίας για τη χορήγησή τους στους εργαζομένους τους, τα οποία αφορούν :
1. Πρόσθετη έκπτωση 30% της αξίας του οχήματος από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων για δαπάνη μίσθωσης οχήματος μηδενικών ή χαμηλών ρύπων έως 50 gr/km CO2 εφόσον η λιανική προ φόρων τιμή τους δεν ξεπερνά τις 40.000 ευρώ ("υπεραπόσβεση" στα μισθώματα).
2. Αυξημένος συντελεστής απόσβεσης 25% (απόσβεση σε 4 χρόνια) και 20% (απόσβεση σε 5 χρόνια), ανά φορολογικό έτος, για την αγορά ηλεκτρικών οχημάτων επιβατών (έως 9 άτομα) μηδενικών και χαμηλών ρύπων έως 50 gr/km CO2 αντίστοιχα.
3. Αυξημένος συντελεστής απόσβεσης 15% και 10%, ανά φορολογικό έτος, για την αγορά οχημάτων μεταφοράς επιβατών άνω των 9 ατόμων μηδενικών και χαμηλών ρύπων έως 50 gr/km CO2 αντίστοιχα.
4. Αυξημένος συντελεστής απόσβεσης 20% και 15%, ανά φορολογικό έτος, για την αγορά οχημάτων μεταφοράς εμπορευμάτων μηδενικών και χαμηλών ρύπων έως 50 gr/km CO2 αντίστοιχα.
5. Για τους εργαζομένους στις επιχειρήσεις, εταίρους ή μετόχους ή συγγενικά πρόσωπά τους εξαιρείται η αγοραία αξία ενός οχήματος μηδενικών ή χαμηλών ρύπων 50 gr/km CO2 από τον υπολογισμό εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις, που σήμερα φορολογείται ως επιπλέον εισόδημα.
6. Για την ανάπτυξη δημοσίως προσβάσιμων υποδομών φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων, παρέχεται στην επιχείρηση δυνατότητα έκπτωσης 30% από τα ακαθάριστα έσοδά της για την αγορά, εγκατάσταση και λειτουργία των σημείων φόρτισης.
Σήμερα ο στόλος στην Ελλάδα εκτιμάται κατά προσέγγιση ότι ανήλθε στα 5,15 εκατ. οχήματα στα τέλη του 2018, με υπολογιζόμενη αύξηση κατά 920.000 των οχημάτων κατά το έτος 2030, εφόσον υφίσταται κάποιος έλεγχος εισόδων-εξόδων. Επισημαίνεται δε, πως ο ελληνικός στόλος οχημάτων, συνιστά σήμερα τον 4ο γηραιότερο στην Ευρώπη, με ποσοστό πλέον του 56% να απαρτίζεται από οχήματα 10-20 ετών και ποσοστό 25% να έχει υπερβεί τα 20 έτη.
Όσον αφορά τη διείσδυση ηλεκτρικών οχημάτων στην ελληνική αγορά οχημάτων, τα αμιγώς Η/0 (BEV) και τα Plug-In Υβριδικά (PHEV), δεν υπερβαίνουν το 0,33% της συνολικής αγοράς έως τον Αύγουστο του 2019.