Με ταχείς ρυθμούς προχωρούν οι διαδικασίες για τους ελληνικούς υδρογονάνθρακες καθώς το υπουργείο Ενέργειας έχει θέσει ψηλά στην ατζέντα το θέμα των ερευνών.
Επίσης, προωθούνται από την ΕΔΕΥ νέες περιοχές (ουσιαστικά νέα τεμάχια που απαρτίζουν μεγαλύτερα μπλοκ σε σχέση με αυτά που είχαν βγει σε διαγωνισμούς παλαιότερα). Πρόκειται για περιοχές νότια τη Κρήτης καθώς και για το κεντρικό Ιόνιο, για τις οποίες έχουν ήδη γίνει μελέτες, οι οποίες θα συνοδεύσουν τα υπάρχοντα γεωφυσικά δεδομένα.
Δεδομένου ότι τo φυσικό αέριο ως μεταβατικό καύσιμο είναι ένα σημαντικό συστατικό του ενεργειακού μείγματος και μαζί με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αποτελούν σημαντικούς ρυθμιστικούς παράγοντες για την ανάπτυξη της χώρας, η έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων εντάσσεται στο οικονομικό και αναπτυξιακό προγραμματισμό της Ελλάδας και «κάνει σινιάλο» στους ξένους ομίλους για νέες μεγάλες επενδύσεις και σε άλλους κλάδους.
Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΕΔΕΥ, Γιάννης Μπασιάς, μιλά στο insider.gr για τις επενδύσεις στον κλάδο σημειώνοντας αρχικά ότι «όσον αφορά στις έρευνες στην Ελλάδα, εάν οι ποσότητες αερίου ή αργού αποδειχθούν εκμεταλλεύσιμες, θα αλλάξουν δραστικά τη αναπτυξιακή εικόνα της ελληνικής οικονομίας. Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα προσελκύει τις ξένες εταιρείες να ενδιαφέρονται για το πιθανό πετρελαϊκό δυναμικό του ελλαδικού χώρου.
Η επιτυχία των ερευνητικών εργασιών θα επιτρέψει την πρόσβαση των εταιρειών, ή κοινοπραξιών, στην εκμετάλλευση, δηλαδή τη δυνατότητα παραγωγής αλλά και την είσοδο στην αγορά της διύλισης και της μεταφοράς. Αυτό θα συμβάλει στη διατήρηση ενός περιβάλλοντος ρεαλιστικής και ισορροπημένης λειτουργίας του ενεργειακού μείγματος της χώρας για τις επόμενες τουλάχιστον δύο δεκαετίες».
Πώς επηρεάζει τις επενδύσεις στην Ελλάδα η τιμή του πετρελαίου
Οι επιχειρήσεις ωστόσο δεν αναλαμβάνουν νέες επενδύσεις (και συχνά «παγώνουν» τις τρέχουσες) όταν η τιμή του πετρελαίου είναι υπερβολικά χαμηλή. Η πτωτική πορεία της τιμής του «μαύρου χρυσού» που καταγράφτηκε τελευταία λόγω κυρίως του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ-Κίνας θα μπορούσε ενδεχομένως να προβληματίσει κάποιες επιχειρήσεις, υπό την προϋπόθεση ότι τα κόστη θα παρέμεναν υψηλά όπως συνέβαινε παλαιότερα. Αυτό όμως δεν ισχύει σήμερα ενώ ούτε το πετρέλαιο δείχνει να έχει τάσεις να πέσει κάτω από τα 50 δολάρια, το οποίο κάποιοι θέτουν ως το κατώτατο όριο το οποίο επιτρέπει στις επιχειρήσεις να επενδύσουν χωρίς «να μπαίνουν μέσα». Αναφερόμενος στο θέμα ο κ. Μπασιάς σημειώνει:
«Όπως συνέβαινε στο παρελθόν, έτσι και σήμερα, γράφονται πολλά για την τιμή του βαρελιού. Σε κάποιες περιπτώσεις δεν λαμβάνεται υπόψη η ισοτιμία δολαρίου – ευρώ που μεταβάλλεται και καθορίζει κατά πολύ την τιμή του βαρελιού. Χωρίς να μπούμε σε φιλοσοφικές προσεγγίσεις, ας λάβουμε ως παράδειγμα την ισοτιμία το 2013, η οποία κυμαινόταν γύρω στο 1,5 και αυτήν του 2019, η οποία κυμαίνεται γύρω στο 1,12. Η τιμή πώλησης ενός βαρελιού το 2019 με βάση την ισοτιμία του 2013 δεν είναι 50 αλλά 67 δολάρια.
Θα ήθελα να σημειώσω εδώ ότι τα προγράμματα εξερεύνησης δεν θα είναι απαραιτήτως εξαιρετικά ακριβά τα επόμενα χρόνια. Τα έργα που βρίσκονται σε θαλάσσιο βάθος 1.500 μέτρων μπορούν τώρα να αναπτυχθούν κάτω από τα 27 δολάρια ανά βαρέλι ισοδύναμου αργού. Σε βάθος 4. 000 μέτρων, το κόστος θα μπορούσε να αυξηθεί κατά περίπου 25%, ή διαφορετικά, κατά 5 δολάρια ανά βαρέλι.
Το γεγονός αυτό καθιστά ευκολότερες τις αποφάσεις για τις μεγάλες εταιρείες να ξεκινήσουν την οικοδόμηση ενός εκτεταμένου χαρτοφυλακίου υπερακτίων εκτάσεων σε βάθη νερού μεγαλύτερου από τα 3.000 μέτρα και ο ελλαδικός θαλάσσιος χώρος, ιδιαίτερα της δυτικής χώρας, εντάσσεται σε αυτήν την κατηγορία. Τονίζω ότι όλα αυτά που συζητάμε αφορούν αυτή την ιδιαίτερη γεωγραφική θέση ατό που συχνά αποκαλούμε στην ΕΔΕΥ “το ανατολικότερο μέρος της δυτικής Μεσογείου και το δυτικότερο μέρος της ανατολικής Μεσογείου”».
Τα έσοδα για το κράτος από τις πιθανές ανακαλύψεις
«Τα έσοδα του κράτους από την παραγωγή ενός κοιτάσματος είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων και ιδιαίτερα της τιμή πώλησης που μεταβάλλεται όπως ήδη αναφέρθηκε. Πάντως για τις εισαγωγές αργού και αερίου πληρώσαμε το 2016 περίπου 11 δισεκατομμύρια ευρώ. Καλά θα ήτανε να μπορούσαμε να μειώσουμε μετά από μερικά χρόνια αυτό το κόστος», αναφέρει σχετικά ο κ. Μπασιάς.
Παράλληλα, σημειώνει ότι «η χρονική στιγμή επιτρέπει να δημιουργηθούν οι απαραίτητες εκπαιδευτικές συνθήκες που θα επιτρέψουν την ανάπτυξη εσωτερικής ανταγωνιστικότητας για τις τεχνικές εργασίες. Επίσης επιτρέπει την προετοιμασία των συνθηκών υπό τις οποίες θα ευνοηθεί ο δευτερογενής και τριτογενής τομέας».
(insider)