Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2025

Το ενεργειακό σύστημα δοκιμάζεται - αναβάθμιση υποδομών δικτύου και νέες διασυνδέσεις χτίζουν μια πιο σταθερή, σύγχρονη αρχιτεκτονική

Η συζήτηση γύρω από τη μετάβαση του ελληνικού ενεργειακού συστήματος συχνά εστιάζει στα μεγάλα έργα και στις διασυνδέσεις που αλλάζουν τον χάρτη της αγοράς ηλεκτρισμού. 


Πίσω όμως από αυτές τις εξελίξεις υπάρχουν κρίσιμες ανάγκες που καθορίζουν το κατά πόσο το σύστημα μπορεί πραγματικά να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της νέας εποχής. Σε αυτό το πλαίσιο, η ενεργειακή μετάβαση εξελίσσεται σε ένα περιβάλλον όπου το ηλεκτρικό σύστημα πρέπει να διαχειριστεί πολύ μεγαλύτερο όγκο ΑΠΕ, εντονότερες μεταβολές στην παραγωγή και κατανάλωση, καθώς και αυξημένες απαιτήσεις σταθερότητας και αξιοπιστίας. Μια εξίσου κρίσιμη — και συχνά υποτιμημένη — παράμετρος είναι η άμεση ανανέωση του γηρασμένου εξοπλισμού στα δίκτυα μεταφοράς: μετασχηματιστών, υποσταθμών, γραμμών και συστημάτων ελέγχου που λειτουργούν εδώ και δεκαετίες.

Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας έχει καταγράψει ότι οι επενδύσεις στις υποδομές δικτύων παραμένουν πίσω σε σχέση με τις επενδύσεις στην παραγωγή, δημιουργώντας ασυμμετρίες που δυσχεραίνουν την ομαλή λειτουργία των συστημάτων. Την ίδια στιγμή, ο ENTSO-E εκτιμά ότι κάθε 1 ευρώ επένδυσης στα δίκτυα επιστρέφει 2 ευρώ μέχρι το 2040, με τις ευρωπαϊκές ανάγκες να υπερβαίνουν τα 800 δισ. ευρώ έως τα μέσα του αιώνα. Αυτά τα δεδομένα αναδεικνύουν ότι η αναβάθμιση του υφιστάμενου εξοπλισμού δεν αποτελεί περιφερειακό ζήτημα, αλλά αναπόσπαστη προϋπόθεση για τη σταθερότητα και την ανταγωνιστικότητα του συστήματος.

Στην Ελλάδα, η γήρανση των υποδομών μεταφοράς περιορίζει την ικανότητα απορρόφησης της πράσινης παραγωγής, αυξάνει τις ανάγκες συντήρησης και μειώνει την ανθεκτικότητα του δικτύου σε ακραία φαινόμενα και υψηλές μεταβολές φορτίου. Χωρίς ουσιαστική ενίσχυση του υφιστάμενου εξοπλισμού, οι περικοπές ΑΠΕ θα ενταθούν και το κόστος για το σύστημα και τους καταναλωτές θα συνεχίσει να αυξάνεται.

Την ίδια στιγμή, οι διασυνδέσεις αποτελούν έργα υψηλής σημασίας. Η διασύνδεση της Κρήτης, για παράδειγμα, έχει ήδη παράξει όφελος πολλαπλάσιο των χρεώσεων χρήσης συστήματος και αναμένεται να αποδώσει εξοικονόμηση περίπου 5 δισ. ευρώ σε μία δεκαετία. Τα νέα έργα προς τα Δωδεκάνησα και το Βόρειο Αιγαίο, συνολικού ύψους 3,8 δισ. ευρώ, τα οποία δεν πρέπει να καθυστερήσουν, θα μειώσουν δραστικά τις ΥΚΩ, θα περιορίσουν τις περικοπές πράσινης ενέργειας και θα επιτρέψουν την απόσυρση ακριβών και ρυπογόνων πετρελαϊκών μονάδων. Αντίστοιχα, οι διεθνείς διασυνδέσεις, όπως ο Great Sea Interconnector, ενισχύουν την ενεργειακή ασφάλεια και προσδίδουν γεωπολιτική αξία.

Το κρίσιμο σημείο είναι ότι η ανανέωση του εξοπλισμού και η υλοποίηση νέων διασυνδέσεων δεν αποτελούν διαδοχικά αλλά παράλληλα βήματα. Η αναβάθμιση των υφιστάμενων υποδομών ενισχύει τη λειτουργική αξιοπιστία του συστήματος, ενώ οι διασυνδέσεις διευρύνουν τις δυνατότητες εξισορρόπησης, μειώνουν το κόστος και διευκολύνουν την πλήρη αξιοποίηση των ΑΠΕ. Χωρίς σύγχρονο και ανθεκτικό εσωτερικό δίκτυο, οι διασυνδέσεις δεν μπορούν να αποδώσουν τα μέγιστα· και χωρίς νέες διασυνδέσεις, η αναβάθμιση του εξοπλισμού από μόνη της δεν επαρκεί για την επίτευξη των στόχων διείσδυσης ΑΠΕ.

Γι’ αυτό απαιτείται παράλληλη και επιταχυνόμενη υλοποίηση: αντικατάσταση μετασχηματιστών και κρίσιμου εξοπλισμού, αναβάθμιση υποσταθμών, ψηφιοποίηση των συστημάτων ελέγχου και σταθερή χρηματοδότηση για τα μεγάλα έργα δικτύων. Σε αυτά εντάσσεται και το δεκαετές πρόγραμμα ανάπτυξης του ΑΔΜΗΕ, το οποίο πρέπει να προχωρήσει γρήγορα και με εμπροσθοβαρή χαρακτήρα, ώστε οι νέες υποδομές να είναι έτοιμες πριν δημιουργηθούν νέα σημεία συμφόρησης. Τα έργα αυτά δεν είναι μόνο αναγκαία - είναι οικονομικά αποδοτικά και μειώνουν το κόστος για την αγορά και τους καταναλωτές. Αντίθετα, κάθε καθυστέρηση επιβαρύνει το σύστημα και μειώνει την απόδοση των ήδη δρομολογημένων επενδύσεων.

Μόνο με έναν τέτοιο διπλό, ταυτόχρονο βηματισμό μπορεί η Ελλάδα να εξασφαλίσει ότι το ενεργειακό της σύστημα θα παραμείνει ασφαλές, ανταγωνιστικό και σε θέση να υποστηρίξει τους στόχους της επόμενης δεκαετίας.

- Δρ. Κώστας Ανδριοσόπουλος, Καθηγητής Χρηματοοικονομικών και Ενεργειακής Οικονομίας και Διευθυντής HELLENiQ ENERGY Center for Sustainability and Energy στο Alba Graduate Business School, Διευθύνων Σύμβουλος στην Akuo Energy Greece, Πρόεδρος της Επιτροπής Ενέργειας στο ΕλληνοΑμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο.